- ῥυθμίζοντας
- ῥυθμίζωbring into a measure of timepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μελανοτροπίνη — η ιατρ. περιπληπτική ονομασία τών ορμονών τού διάμεσου λοβού τής υπόφυσης οι οποίες αυξάνουν τη σύνθεση μελανίνης, διαστέλλουν τα μελανοκύτταρα και κατανέμουν τη μελαγχρωστική ρυθμίζοντας τη χροιά τού δέρματος … Dictionary of Greek
νευρορ(ρ)υθμιστής — ο βιολ. χημική οργανική ουσία που βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα και δρα είτε απευθείας στους νευρώνες, αυξάνοντας ή ελαττώνοντας τη δραστηριότητά τους, είτε ρυθμίζοντας την απελευθέρωση τών νευροδιαβιβαστών … Dictionary of Greek
νουκλεϊκός — ή, ό φρ. «νουκλεϊκά οξέα» (βιοχ.) καθεμιά από τις ουσίες που φέρουν το γενετικό υλικό τών ζωντανών κυττάρων, διευθύνουν την πορεία τής πρωτεϊνικής σύνθεσης, ρυθμίζοντας κατ αυτόν τον τρόπο όλες τις κυτταρικές δραστηριότητες, και αποτελούν το… … Dictionary of Greek
πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… … Dictionary of Greek
ευπατρίδες — Η ανώτατη τάξη της αρχαίας Αθήνας. Ο Θησέας, κατά τον Πλούταρχο, διαίρεσε τους κατοίκους της Αττικής στις τρεις τάξεις: τους ε., τους γεώμορους (κληρούχοι) και τους δημιουργούς. Οι ε. είχαν πολλά προνόμια και συγκέντρωναν όλες τις πολιτικές και… … Dictionary of Greek
ιδιωτικό δίκαιο — Το δίκαιο που κατά κανόνα αναφέρεται σε ιδιωτικά συμφέροντα, διέποντας και ρυθμίζοντας ιδιωτικές σχέσεις. Εξάλλου, με τον όρο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο καλούνται οι κανόνες επιλογής του δικαίου που εφαρμόζεται όταν θα μπορούσε να εφαρμοστεί δίκαιο… … Dictionary of Greek
Ιμπν Τουφάιλ — (Ibn Tufayl,Γκουαντίχ, Γρενάδα ; – Μαρακές, Μαρόκο 1186). Αραβοϊσπανός φιλόσοφος και γιατρός. Ήταν σύμβουλος και γιατρός του Αλμοάδη σουλτάνου Αμπού Γιακούμπ Γιουσούφ και φίλος του Αβερρόη (βλ. λ.). Κείμενά του που αφορούν την ιατρική σώζονται σε … Dictionary of Greek